- καλοκαιριανός
- (I)-ή, -ό [καλοκαίρι]καλοκαιρινός, θερινός.————————(II)καλοκαιριανός, ὁ (Α)ιατρ. ονομασία ενός κολλυρίου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλοκαιριανός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)